- κάρτα
- η(λ. ιταλ.), ταχυδρομικό δελτάριο, καρτ ποστάλ, επισκεπτήριο: Την Πρωτοχρονιά στέλνουμε κάρτες στους φίλους και τους συγγενείς μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάρτα — very indeclform (adverb) κάρτᾱ , κάρτος strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek
καρτά — καρτός shorn smooth neut nom/voc/acc pl καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc/acc dual καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρική κάρτα — Πρόκειται για μια βασική πλακέτα (κάρτα) που περιέχει τα κυριότερα στοιχεία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η εν λόγω κάρτα περιέχει τον μικροεπεξεργαστή, την κύρια μνήμη, τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας, βοηθητικά κυκλώματα και διάφορες υποδοχές… … Dictionary of Greek
Μάγκνα Κάρτα — (Magna Carta Libertatum = Μεγάλη Χάρτα Ελευθεριών). Το σύνολο των παραχωρήσεων που έκανε ο βασιλιάς της Αγγλίας Ιωάννης ο Ακτήμων (1215) προς τους ευγενείς, την αγροτική και την εμπορική τάξη και τον κλήρο και στις οποίες έχει τις ρίζες του το… … Dictionary of Greek
κάρθ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek